Η γενιά της Μεταπολίτευσης, η γενιά που βίωσε τη χούντα,η γενιά του Πολυτεχνείου.
Εμείς με λίγα λόγια,οι μεσήλικες. Η γενιά της Coca-cola και του Μάρξ.
Εμείς, που τα είχαμε όλα. Εμείς, οι ευνοημένοι. Εμείς οι άκριτοι καταναλωτές των τσιτάτων, εμείς
που αβασάνιστα καταπίναμε ,αναμασούσαμε και μαιμουδίζαμε. Εμείς που αναπαράγαμε, το κάθε τι που φάνταζε
”προοδευτικό”,”προχωρημένο”, ”κουλτουριάρικο”. Χωρίς να το αναλύσουμε,χωρίς να το διυλίσουμε,χωρίς να το
παιδέψουμε.Χωρίς κάν, να το σκεφτούμε. Γίναμε μαγνητόφωνα και ντουντούκες,λόγων πιασάρικων και εντυπωσιακών,
λόγων κενών ουσίας, λόγων μ’ένα γυαλιστερό περιτύλιγμα ,που τέλεια καμουφλάριζε το απόλυτο τίποτε που έκρυβαν.
Οι μισοί μαγευτήκαμε και μεθύσαμε με κάθε τι το ‘αριστερόν’ και οι άλλοι μισοί σιωπήσαμε, από σοφά καλλιεργημένες
ενοχές που μας ενστάλλαξαν.Ενοχές, που έπρεπε να μοιραστούνε και στις δυό πλευρές.
Και περνούσαν οι μέρες,οι μήνες και τα χρόνια κι εμείς εθιζόμασταν σε μιάν ηδονική τρυφηλότητα και σ’έναν
αποενοχοποιημένο συβαριτισμό. Παραμερίσαμε,αγνοήσαμε, και χλευάσαμε, κάθε τι το ‘ ξεπερασμένο’,το
‘παλιομοδίτικο’, το ‘ντεμοντέ’ και ‘συντηρητικό’. Α β α σ ά ν ι σ τ α ! Δίχως περίσκεψη,δίχως αιδώ. Κι έτσι μαζί με τα
ξερά,κάψαμε και τα χλωρά. Αξίες,ήθη,έθιμα,παραδόσεις,οικογένεια,σεβασμός,θρησκεία,γλώσσα,Ιστορία , Πατρίδα,
παιδεία και ευαισθησία,χώθηκαν άρον-άρον και τσουβαλιαστά, στα σεντούκια της αχρηστίας,της λήθης και της
απαξίωσης. Και νομίσαμε ότι γίναμε κάποιοι.Οτι ξεχωρίσαμε, ότι μπήκαμε επιτέλους, στη λεωφόρο των σπουδαίων.
Εμείς που παπαγαλίσαμε τον Νόαμ Τσόμσκι,τον Μαρκούζε και τον Κούντερα και προσπεράσαμε αμέριμνοι,τον
Καζαντζάκη,τον Παπαδιαμάντη,τον Εγγονόπουλο.Γιά να μη φθάσουμε βέβαια στο Γιάννη Σκαρίμπα , στον Νίκο- Γαβριήλ
Πεντζίκη και στον Φώτη Κόντογλου ,γιατί αυτοί ούτως οι άλλως ,θεωρούνται ψιλά γράμματα.Οσο γιά τους ποιητές,ας
μην το ψάχνουμε καλύτερα.Ποιός έχει ακούσει γιά τον Χριστιανόπουλο και γιά τον Ιατρόπουλο ; Καλά,γιά τον Ελύτη,τον
Ρίτσο και τον Γκάτσο, αν δεν υπήρχαν το βινύλιο, τα CD’s και τα Φεστιβάλ των νεολαιών, δεν θα τους ξέραμε, ούτε κι
αυτούς.
Κι έτσι απαθείς που γίναμε,έτσι χορτάτοι, αφήσαμε τα πορτοπαράθυρα ανοιχτά. Γιά να μπουκάρουν στις
ναρκωμένες μας ψυχές, η αλλοτρίωση, η τραβεστί κουλτούρα και ο μακάριος εφησυχασμός.Γιά να βοηθήσουμε οι
άκριτοι, το έργο των νεκροτόμων μας. Και τι δεν κάναμε, γιά να τους το κάνουμε πιό εύκολο. Και τι δεν κάναμε…..
Περιοδικά Life Style,σιλικονάτες γκόμενες και ένα πλούσιο λεξιλόγιο (το πολύ !) δέκα Greeklish λέξεων,έγιναν ο τρόπος
της μισής μας επικοινωνίας. Η άλλη μισή,γίνεται με SMS και με E-MAIL. Ακόμα και το τηλεφώνημα, αυτό που έστω
επέτρεπε, ν’ακούς τη μελωδία της φωνής,να μαντεύεις την καχυποψία, να αισθάνεσαι την ζεστασιά του χαμόγελου που
δεν μπορείς να δείς και τον λυγμό που δεν μπορείς ν’ακούσεις,ακόμα κι αυτό, τείνει να περάσει στην αποθήκη της
λησμονιάς.
Κι άν στη γωνία, βλέπουμε κάποιους ταπεινούς και καταφρονεμένους, κάποιους που με θλίψη χαμογελούν,
ας μην τους λυπόμαστε.Τον οίκτο μας, ας τον κρατήσουμε γιά λόγου μας. Αυτοί τον σεβασμό και την εκτίμησή μας,
μόνο αξίζουν. Γιατί είναι οι ΓΝΗΣΙΟΙ αγωνιστές ,αυτοί που μάτωσαν γιά τις ιδέες και τα ιδανικά τους,αυτοί που δεν
εξαργύρωσαν ποτέ, τις ρημαγμένες τους ζωές. Αριστεροί ή Δεξιοί, δεν έχει σημασία. Σημασία έχουν μόνον οι τίμιοι
και ανιδιοτελείς αγώνες τους. Είναι οι ασυμβίβαστοι,οι παρίες,οι παραγκωνισμένοι. Οι τεράστιες ψυχές !
Τους βολεμένους ας λυπηθούμε. Τους μίζερους, τους μικροαστούς, τους παρτάκηδες και τους ψοφοδεείς.
Αυτούς που τρύπωσαν στο Δημόσιο και τις ΔΕΚΟ, …… ”’ελέω”. Κι ας μην το ψάχνουμε πολύ. Εχουν πολύ-πολύ
συγκεκριμένη πολιτική ταυτότητα. Φαίνονται.Κραυγάζουν τη ‘δημοκρατικότητά’ τους,όπως ο παλιατζής που διαλαλεί
τη σκουριασμένη του πραμάτεια.
Αυτούς που ΠΟΤΕ δεν θα λυπηθούμε -κι ας μας συγχωρέσουν οι Θεοί- είναι τους διχαστές μας.Αυτούς που μας
μοίρασαν σε ”από δω” και ”από κει” γιά να κάνουν πιό εύκολες ,τις βρώμικες δουλειές τους.
Οι γονιοί, σ’όλα τα είδη του Πλανήτη,σ’όλες τις εσχατιές της ΓΗΣ, ξέρουν να συγχωρούν, τους γόνους τους.
Σ’αυτούς τους γονείς,ζητάμε ταπεινά συγγνώμη. Που δεν μετρήσαμε το βάρος των παραδόσεων και των ηθών που μας
διδάξανε. Που δεν σεβαστήκαμε τον κάματο και τον ιδρώτα τους. Που φτύσαμε την Πατρίδα ,που μας παρέδωσαν.
Στούς γόνους τους δικούς μας, πως να τολμήσουμε, συγγνώμη να γυρέψουμε ; Πως θ’αντικρύσουμε το αδυσώπητό
τους βλέμμα ; Γιά την κουτσουρεμένη Πατρίδα που τους δίνουμε, γιά τις παραδόσεις που κηδέψαμε,γιά τις
απονευρωμένες συνειδήσεις, που τόσα χρόνια διάβαζαν στο πρόσωπό μας;
Σέβας, ΣΠΑΡΤΑΚΟΣ.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.